δυσδιοριστος

δυσδιοριστος
    δυσδιόριστος
    δυσ-διόριστος
    2
    с трудом отграничиваемый
    

(τινος и ἀπ΄ ἀλλήλων Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δυσδιοριστος" в других словарях:

  • δυσδιόριστος — hard to delimit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιοριστότατον — δυσδιόριστος hard to delimit masc acc superl sg δυσδιόριστος hard to delimit neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιόριστον — δυσδιόριστος hard to delimit masc/fem acc sg δυσδιόριστος hard to delimit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιορίστου — δυσδιόριστος hard to delimit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιόριστα — δυσδιόριστος hard to delimit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιόριστοι — δυσδιόριστος hard to delimit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»